- αγκομαχώ
- (α, ε) αμετ.1) тяжело дышать; задыхаться; 2) быть в предсмертной агонии; 3) стонать под тяжестью труда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκομαχώ — αγκομαχάω / αγκομαχώ (παρατατ. συνήθως ούσα) βλ. πίν. 58 (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγκομαχώ — ( άω) 1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω 2. ψυχομαχώ 3. αναστενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + παραγ. κατάληξη μαχώ. ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό] … Dictionary of Greek
αγκομαχώ — αγκομάχησα 1. ανασαίνω βαριά, λαχανιάζω: Αγκομαχούσε καθώς ανέβαινε τη σκάλα. 2. ψυχομαχώ: Ο άρρωστος αγκομαχούσε τόσο βαριά που όλοι τον κοιτούσαν αμίλητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκομάχημα — και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ] 1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα 3. αναστεναγμός … Dictionary of Greek
αγκομαχητό — το [αγκομαχώ] βλ. αγκομάχημα … Dictionary of Greek
αγκουσομανώ — ( άω) αγκομαχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγκούσα ή ρ. αγκουσεύω + παραγ. κατάλ. μανώ] … Dictionary of Greek
αγκοφορώ — 1. ανασαίνω δύσκολα ή λαχανιασμένα 2. αγκομαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + επιτατ. κατάληξη φορώ, ανάλογη προς τις καταλήξεις μανώ, μαχώ, κοπώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek
ασκομαχώ — ( άω) αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκώνω «φουσκώνω, γίνομαι σαν ασκί, φυσώ σαν το ασκί» + μαχώ (πρβλ. αγκομαχώ)] … Dictionary of Greek
λαχανιάζω — (Μ λαχανιάζω) ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά… … Dictionary of Greek
μυσιώ — μυσιῶ, άω (Α) (για λαίμαργο) αγκομαχώ από την πολυφαγία, είμαι χορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + κατάλ. ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. μυρμηκιώ)] … Dictionary of Greek
μύσσω — αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε σσω (πρβλ. τρομάζω τρομάσσω, σταλάζω σταλάσσω, ρημάζω ρημάσσω), δοθέντος… … Dictionary of Greek